ὀλέτειρα

ὀλέτειρα
ὀλετήρ
destroyer
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολετήρας — ο, θηλ. ολέτειρα (ΑΜ ὀλετήρ, ῆρος, θηλ. ὀλέτειρα) 1. καταστροφέας, εξολοθρευτής 2. αυτός που φονεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε (βλ. όλλυμι) + επίθημα τήρ, (πρβλ. γεννε τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ανδρολέτειρα — ἀνδρολέτειρα, η (Α) φονική, θανατηφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + ολέτειρα < όλλυμι «καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • παιδολετήρ — παιδολετήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. παιδολέτειρα και παιδολέτρια και παιδολέτις (Α) αυτός που φονεύει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ὀλετήρ (< ὄλλυμι «φονεύω»), πρβλ. ανδρ ολέτειρα] …   Dictionary of Greek

  • τεκνολέτειρα — ἡ, Α αυτή που σκότωσε το παιδί της. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + ὀλέτειρα, θηλ. τού ὀλετήρ (< ὄλλυμι «καταστρέφω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”